Ἀγαπημένα τέκνα ἐν Κυρίῳ,
«Γένους Βροτείου τήν ἀνάπλασιν πάλαι
Ἄδου προφήτης Ἀββακούμ προμηνύει, ...
Ἐξῆλθεν εἰς ἀνάπλασιν Λόγος» (Δ΄ Ἰαμβική Καταβασία Χριστουγέννων).
Ἔρχεται γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ Σωτήρας τοῦ Κόσμου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό Δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἀγίας Τριάδος, γιά νά ἀναπλάση τήν φθαρεῖσαν ὑπό τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπινην φύσιν.
Ὁ Θεός ἐπί τῆς γῆς ἦταν ἡ προσδοκία ὅλων. Ἔρχεται ἐπάνω στήν ἀκάθαρτη ἐπιφάνεια τῆς γῆς, γιά νά ἀναβιβάση τήν ἀνθρώπινη φύσιν εἰς τόν οὐρανόν. Μία κονωνία γεμάτη ἀπό μίση καί ἀντεκλήσεις, ἀπάτες, βρωμερότητες, ἀδικίες καί φαυλότητες, πλουτίζεται μέ τήν παρουσίαν Ἐκείνου, πού ἦλθε ἀκριβῶς διά νά στρέψη τόν ροῦν τῆς ἱστορίας πρός τήν κοίτην τῆς Εὐλογίας.
Αὐτός ὁ πλανήτης, ἀπό τήν ἐποχήν πού οἱ πρῶτοι ἔνοικοί του παρέβησαν τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, μετεβλήθη σ’ ἕναν ἀπέραντο σταῦλο. Σέ ἕναν σταῦλον, πού ἡ κοπριά τῶν παθῶν προκαλοῦσε δυσοσμία ἀποπνικτική. Καί τό ἀνέκφραστον εἶναι ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε γιά νά βαδίση ἐπάνω σ’ αὐτούς τούς κοπρισμένους δρόμους τῆς γῆς μας. Ἦταν τότε πού τά ἀνθρώπινα πάθη, ὅπως καί σήμερα μέ τούς πολέμους πού ὁδηγοῦνται χιλιάδες ἀθῶες ὑπάρξεις στόν θάνατον, ἐγνώρισαν τήν μεγαλύτερη τους ἔξαρσι. «ὅτε δέ ἦλθεν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ» (Γαλ. Δ΄ 4). Τῆς ἀγάπης τό περιεχόμενον εἶχε μολυνθῆ, ἡ μέριμνα ἦταν ἄτονη καί ὁ ἄνθρωπος ἤγγιζε τά ὅρια τοῦ ἀφανισμοῦ. Ἡ γῆ παρουσίαζε τραγική εἰκόνα, λόγῳ τῆς κακίας πού βασίλευε πάνω της. Αὐτήν τήν εἰκόνα της ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς νά μεταμορφώση, νά τῆς δώση τό ἀρχαῖον κάλλος.
Τό θλιβερόν τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς εἶναι, ὅτι ἡ γῆ ἄρχισε νά ἀντιδρᾶ ἀπό τήν στιγμήν πού τά πανάχραντα πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἐπάτησαν πάνω της. «Τά Ἔθνη ἔφριξαν καί λαοί ἐμελέτησαν κενά» (ψαλμ. Β΄, 1). Μόλις καί διετέθη ἕνας πενιχρός τόπος γιά τήν γέννησί Του. Ἀπό τήν πρώτην ἡμέραν, ὅπως γνωρίζουμε, ἄρχισε ἡ ἀνασύνταξις τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ «… Ἡρώδης ὁ βασιλεύς ἐταράχθη καί πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ’ αὐτοῦ» (Ματθαίου Β΄, 3).
Εἶναι τρομακτικό γιά τήν γῆ καί τόν ἄνθρωπον, διότι στήν εὐλογία ἀντέταξε τό μῖσος καί στήν δικαιοσύνην τήν ἀγνωμοσύνη. Ἕνας Θεός ἀναμιγνύεται στό πλῆθος, μέ μιά ἀπέραντη στοργή, νά σκουπίση τά δάκρυα, νά προσφέρη παρηγοριά καί ἐλπίδα.
Ἔρχεται νά προσφέρη ψωμί καί ὑγεία, ὅπως στήν ἔρημο μέ τούς Ἰσραηλίτας, χαρά καί ἀνάπαυσι. Ὅμως αὐτοί πού δέχονται ὅλα αὐτά, ἀβασάνιστα θά φωνάξουν ὅλοι μαζί «Σταύρωσον, σταύρωσον Αὐτόν».
Ἐμεῖς ποία θέση θά πάρουμε σ’ αὐτήν τήν σωστικήν πορείαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Θά συμπορευθοῦμε μαζί Του ἤ θά εἴμεθα οἱ παραπορευόμενοι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Θά εἴμεθα οἱ συμπορευόμενοι.
Μέ τήν αὐτογνωσία μας θά ἐνταφιάσουμε τόν παλαιόν μας ἑαυτόν, θά ἐκκεντρισθοῦμε στήν καλιέλαιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τίς ἀρετές τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὥστε νά μεταβάλουμε ἔμπρακτα τήν γῆν μας ἀπό τόπο ἐξορίας σέ παράδεισον. Από ζούγκλα νά γίνη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀξιώθηκαν οἱ ἁπλοί καί ἁγνοί Ποιμένες νά τόν προσκυνήσουν.
Ἔτσι καί ἐμεῖς μέ τήν ταπείνωσιν νά μεταβάλουμε τόν σταῦλον τῆς ψυχῆς μας σέ εὔοσμον περιβάλλον, ὥστε νά ἀξιωθῆ νά δεχθῆ ἡ καρδιά μας τόν Νεογέννητο Βασιλέα καί Σωτήρα Χριστόν, πού σᾶς τό εὔχομαι ὁλόψυχα.
Χρόνια πολλά καί παρά τοῦ σαρκωθέντος Χριστοῦ εὐλογημένα.
Διάπυρος πρός τόν τεχθέντα Χριστόν εὐχέτης σας